- ξεμπουκάρω
- (αόρ. ξεμπουκάρισα) αμετ.1) хлынуть, брызнуть (о жидкости); валить (о дыме, паре); вырываться (σ газе); 2) перен. внезапно появляться, неожиданно приходить
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεμπουκάρω — ξεμπουκάρω, ξεμπούκαρα και ξεμπουκάρισα βλ. πίν. 53 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεμπουκάρω — 1. (για υγρά, αέρια) εξέρχομαι ορμητικά από στόμιο 2. (για πρόσ.) εμφανίζομαι ξαφνικά και απρόοπτα 3. αποφυλακίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + μπουκάρω] … Dictionary of Greek
ξεμπουκάρω — ξεμπουκάρισα και ξεμπούκαρα 1. βγαίνω από το στόμιο, από τρύπα, από σήραγγα, σαν από μπούκα: Ξεμπουκάρισε το νερό από το σωλήνα. 2. για ανθρώπους, βγαίνω από στενό, παρουσιάζομαι ξαφνικά: Ξεμπουκάρισαν μπροστά μας δύο ύποπτα άτομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεμπουκάρισμα — το [ξεμπουκάρω] (για υγρά, αέρια ή καπνό) ορμητική έξοδος ή εκβολή από στόμιο ή σήραγγα … Dictionary of Greek
ξεμπουκάρισμα — το, ατος το αποτέλεσμα του ξεμπουκάρω, η έξοδος, η ξαφνική εμφάνιση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)